18 Αυγ 2010

Μνημόσυνο στο ζωγράφο Ράλλη Κοψίδη

Ράλλης Κοψίδης, ο σεμνός εργάτης της ελληνικής τέχνης έφυγε από τη ζωή


«Παριανός», λάδι (1988) Πινακοθήκη Πάτρας. Χαρακτηριστικός πίνακας της τελευταίας περιόδου του Κοψίδη.

Ο ζωγράφος και αγιογράφος Ράλλης Κοψίδης, σημαντική μορφή της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής, γνωστός μεταξύ άλλων από τη ρηξικέλευθη εικονογράφηση του πατριαρχικού κέντρου στο Σαμπεζί της Ελβετίας, πέθανε στις 14 Αυγούστου, σε ηλικία 81 ετών στο σπίτι του στη Γλυφάδα.

Ο Κοψίδης γεννήθηκε το 1929 στο Κάστρο της Λήμνου όπου και έζησε τα παιδικά του χρόνια. Μετά την Απελευθέρωση ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στον τόπο καταγωγής του, στην Αλεξανδρουπολη. Το 1949 εισάγεται στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και σπουδάζει στο εργαστήριο του Ανδρέα Γεωργιάδη. Το 1953 διακόπτει, ύστερα από προτροπή του Γιάννη Μόραλη τη φοίτηση στην ΑΣΚΤ για να μαθητεύσει για μια εξαετία πλάι στον Φώτη Κόντογλου.

Το ζωγραφικό του έργο χωρίζεται χονδρικά σε τέσσερις μεγάλες περιόδους. Στην πρώτη των πρωτόλειων σπουδαστικών έργων από τα μέσα του ’40 ώς το 1953, στην περίοδο της μαθητείας στον Κόντογλου, από το 1953 μέχρι τα τέλη του ’50, στην τρίτη, από τις αρχές του ’60 όπου ανακαλύπτει το προσωπικό του ύφος, το οποίο χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια εξεύρεσης μιας νέας εικαστικής μορφολογίας για την εικονογράφηση ορθοδόξων εκκλησιών, που πατάει γερά στη Μεταβυζαντινή και τη Λαϊκή Τέχνη και στην τέταρτη από το 1976 και μετά που ξεκλειδώνει και αναπτύσσει το διακριτό, προσωπικό του ύφος.

Στα χαρακτηριστικά του έργα συγκαταλέγονται η εικονογράφηση του εξωνάρθηκα της Μονής Θεοτόκου Πεντέλης, η εικονογράφηση της εκκλησίας της Μονής του Chevetogne στο Βέλγιο, του τέμπλου του παρεκκλησίου της Εξαρχίας του Παναγίου Τάφου στην Πλατεία Μαβίλη, «Το κορίτσι στο παράθυρο» (1972), «Παριανός» (1988), «Αγάλματα του δειλινού» (1992) και οι πολυάριθμοι πίνακες του Κάστρου της Λήμνου. Ο Κοψίδης είναι επίσης γνωστός για την εικονογράφηση και τη συγγραφή βιβλίων, όπως το «Σταυροί στον Αθωνα», «Εξοχή», «Προσκυνητάρι της Αίγινας», «Μάνη η Πολύπυργος», «Σπίτια Ελληνικά», ενώ από το 1972 ώς το 1974 εξέδωσε το τριμηνιαίο περιοδικό «Κάνιστρο», το οποίο άφησε εποχή. Εικονογράφησε τις συλλογές παραμυθιών του Γ. Μέγα και του Γ. Ιωάννου.

«Το μυθιστόρημα του Νίκου Γ. Πεντζίκη “Ανδρέας Δημακούδης” που κυκλοφόρησε το 1934 έχει ως υπότιτλο (ή και δεύτερο τίτλο) τη φράση «ένας νέος μονάχος» - ή μοναχός; Ετσι έβλεπα στην καθημερινή του ζωή τον Ράλλη Κοψίδη», λέει στην «Κ» ο συγγραφέας και στενός του φίλος, Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος. «Απόμακρο μέσα στην τύρβη της ζωής, ποιητή του ελάχιστου, λάτρη του απέριττου, υμνωδό του ταπεινού. Ετσι στα γραπτά του (και έχει γράψει πολλά), έτσι και στη ζωγραφική του. Ακούραστος περιπατητής, λιτότατος (πενιχρός την περιβολήν) πραγματοποίησε με τη γυναίκα του Μαρία που του παραστάθηκε ηρωικά και στα στερνά του χρόνια περίλαμπρες εκδρομές σε απρόσιτα μοναστήρια, σε αρχαίες λίμνες, σε προϊστορικούς οικισμούς, μαζεύοντας σπασμένα γυαλιά, πέτρες, βότσαλα, κεραμικά - που θα μεταμορφώνονταν στη συνέχεια στους πίνακές του με τα βουνά της Λήμνου (τα κάστρα, τα ακτινοβόλα γυναικεία πρόσωπα, που τα παράστεκαν από μακριά, παλιές σπασμένες παιδικές κούκλες) ή στα εκλεκτικά ψηφιδωτά με τα όποια κοσμούσε τη αυλή του σπιτιού του στην Πάρο».

THΛEΦOΣ

Απο τη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Δείτε τα έργα του Ράλλη Κοψίδη και ένα κείμενο του Γιώργου Κόρδη για τη ζωγραφική του.

Ίσως δεν είναι τυχαίο πριν λίγες μέρες, φίλος, μου έφερε ένα τεύχος απο ένα περιοδικό που εξέδιδε γύρω στο 70. Το μεγαλύτερο μέρος το έγραφε ο ίδιος "Το κάνιστρο". Θα το σκανάρω μέχρι το τέλος του μήνα και θα το κρεμάσω στο blog σαν ένα μνημόσυνο στο δάσκαλο Ράλλη Κοψίδη. Σε αυτόν κυρίως και σε έναν άλλον συγγραφέα του "Κάνιστρου" και άνθρωπο της τέχνης το Μάρκο Μπότσαρη (Αίθουσα Τέχνης Αρχιπέλαγος, Κολωνάκι, Σκιάθος)που πέθανε κι αυτός πριν τρία χρόνια. Το "Κάνιστρο" βασικά υπερασπίζεται την Ελληνική Τέχνη με αυταπάρνηση θα έλεγα.Είναι ο Κοσμάς ο Αιτωλός των σέβεντις. Χειρόγραφο το μεγαλύτερο μέρος του.Φαίνονται αστεία όλα αυτά σήμερα (για την Ελληνική Τέχνη εννοώ) όταν απαξιώνεται πια τόσο απο το συρμό και απο χείλη που δεν θα περίμενες και θαυμάζεται τόσο πια ο πέραν του Ατλαντικού τρόπος και περιμένουμε πάλι όπως και πριν 40 χρόνια να μας έρθει η αληθινή τέχνη απο την Amerika. Δεν πειράζει ο χρόνος είναι με το μέρος και του Ράλλη Κοψίδη και της κακόμοιρης πια λεγόμενης Ελληνικής Τέχνης.Να είμαστε καλά εμείς τα πνευματικά του εγγόνια να τον θυμόμαστε και να υπηρετούμε όσο πιο τίμια μπορεί ο καθένας την τέχνη αυτή.


"Το όραμα του Αποστόλου Παύλου". Απο την ιστορική πια εικονογράφηση του πατριαρχικού κέντρου στο Σαμπεζί της Ελβετίας




Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης







































ΜΙΚΡΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΡΑΛΛΗ ΚΟΨΙΔΗ, ΤΟΝ ΠΕΝΗΤΑ ΑΡΧΟΝΤΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ.....

Του Γιώργου Κόρδη
από τον/την George Kordis την Τρίτη, 17 Αυγούστου 2010 στις 5:35 μ.μ.

Στό θολό καί παγωμένο τοπίο της συγχρονης εικονογραφικής τέχνης περίπτωση του Ρἀλλη Κοψίδη εrναι κεραυνός εν αιθρία καί ἰσως καί γιαυτό καί τόσο λίγο κατανοητή καί παραδεκτή από τό σύνολο των περί τὰ την τέχνη ἀσχολουμένων. Ο Κοψίδης δέν ζητά ούτε νά πρωτοτυπήσει, ούτε νά αντιγράψει πιστά καί φωτογραφικά τό παρελθόν. Ετσι δέν είναι οûτε Πανσέληνος οûτε Πικάσσο, δέν είναι οûτε Θεοφάνης ούτε Ματίς. Ο Κοψίδης στον εξωνάρθηκα της Πεντέλης, αλλα και όπου αλλού κι αν ζωγράφισε δέν ενδιαφέρθηκε νά δημιουργήσει τὴ δική του ιδιωτική εικαστική γλώσσα. Ο Κοψίδης εικονογραφεί ,δηλαδή αναζωγραφίζει τες εικόνες που η παράδοση του έχει κληροδοτήσει μέ τήν μόνη γλώσσα πού γνωρίζει, μέ τήν γλώσσα πού θά καταλάβει ο πιστός θεατής καί θά επικοινωνήσει μέ τό εκκλησιαστικό σώμα. Ο Κοψίδης ζητά νά λειτουργήσει· θέλει νά είναι δημιου-ργός κι όχι ίδιώτης ζωγράφος. Γιά τούς λόγους αυτούς καί η δουλειάτου είναι δημιουργική μετάπλαση της παράδοσης κι όχι εκ του μή όντος εικαστική παρθενογένεσις.

Ο θράξ ζωγράφος καταθέτει ολοκληρωμένη πρόταση κι όχι πειραματισμούς καί εικαστικά ψελλίσματα. Αυτό πού ζωγραφίζει στήν Πεντέλη δέν είναι απόπειρα, αλλά ζωγραφική ώριμη καί κατασταλαγμένη. Γιαυτό ακριβώς καί αξίζει νά μελετηθεῖ. Γιατί κομίζει κάτι πολύτιμο καί σπάνιο στίς μέρες μας. Δέν είναι απλώς μιά καλή ζωγραφική πού αντιγράφει τό παρελθόν·είναι κάτι περισσότερο. Είναι μιά πρόταση γιά τό ποιό είναι τό κριτήριο προόδου της ορθόδοξης εικονογραφικής τέχνης. Καί η πρότασή του είναι σαφής. Η πρόοδος δέν μπορεί νά νοηθεί ως απομάκρυνση καί κατάργηση της παραδόσεως. Ούτε μπορεί νά εκληφθεί ως στείρα επανάληψη όσων σπουδαίων έγιναν στό παρελθόν. Η πρόοδος, ως εμφάνιση του νέου, πρέπει νά νοείται ως ανακεφαλαίωση όλης της προϋπάρχουσας παράδοσης καί ταυτόχρονος εμπλουτισμός αυτής. Ζωγραφίζοντας δηλαδή, ο εικονογράφος πρέπει νά τηρεί ὀλα ὀσα έχει κατακτήσει μέχρι τώρα η παράδοση. Δέν πρέπει οûτε τίς μορφές νά περιφρονεί, ούτε τίς βασικές αρχές του συστήματος νά μάχεται καί νά καταστρατηγεί. Τηρεί, λοιπόν,όλες αυτές τίς βάσεις καί πάνω σέ αυτές χτίζει τό δικό του λιθαράκι, πού μπορεί νά είναι μικρό η μεγάλο ανάλογα μέ τίς ικανότητες καί τίς δυνατότητές του. Ετσι, μπορεί νά προσφέρει σέ είκονογραφικό επίπεδο προτείνοντας νέες συνθέσεις η μπορεί, μέ πολλές φυσικά πνευματικές προϋποθέσεις, νά αναπλάσσει τό παραδοσιακό ύφος των εικόνων παίρνοντας στοιχεία ακόμη καί από εξωβυζαντινές εικαστικές πηγές.

Αυτή η διαδικασία, εφόσον γίνεται μέ κριτήρια εκκλησιαστικά καί γνώμονα τή «λατρευτική» λειτουργικότητα της εικόνας καί τήν πνευματική της αποστολή μπορεί νά οδηγήσει σέ εμπλουτισμό της παράδοσης καί σέ συνέχιση του οικοδομήματος της ρθόδοξης εικονογραφικης τέχνης.

Ο Κοψίδης έκανε ακριβώς όσα περιγράφουμε πιό πάνω. Τήρησε τούς εικονογραφικούς τύπους καί επέλεξε γιά τήν απόδοσή τους τή βυζαντινή παραδοσιακή γλώσσα, τήν οποία όμως εμπλούτισε με στιχεία απο τη λαίκή παράδοση και απο τα κινήματα του μοντερνισμού του 20 αι. μἐχρι ποὺ διαμόρφωσε προσωπικό ιδίωμα χωρίς νά αλλάξει τήν ίδια τήν γλώσσα. Ετσι, ο Κοψίδης, έμπρακτα, έδειξε τόν τρόπο καί τόν δρόμο στοὺς σύγχρονους εἰκονογράφους γιὰ νὰ εἶναι πάντοτε σέ δημιουργική σχέση μέ τήν εικονογραφική παράδοση καί νά παράγουν τέχνη ζωντανή και λειτουργική, δηλαδή εκκλησιαστική.

αποσπασμα απο τον επίλογο μελέτης μας για τη ζωγραφικη του Ράλλη Κοψίδη στον εξωνάρθηκα της Ι. Μονής Πεντέλης Αττικής.



Η ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΟΠΤΑΣΙΑ
Του Ράλλη Κοψίδη

Στη ζωή μας είναι, κάποιες μέρες σφραγισμένες που δεν ξεχνιούνται. Είναι κάτι νύχτες π' άφησαν πύρινα σημάδια. Ο καιρός περνά κι' η θύμησή τους είναι αγκάθι που ματώνει. Τα σκοτεινά νέφη δεν φεύγουν. Και το γέλιο του Αρχέκακου αντηχεί συχνά παγερό.

Ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Γύρω στο αναθεματισμένο έτος 1950. Πρωτοετής στη Σχολή των Καλών Τεχνών, είχα κιόλας μισό χρόνο στην Αθήνα και με σκέπαζαν νέφη ονείρου ζωγραφικά. Γύρω μου οι μεγάλοι της Τέχνης, δηλαδή οι σκιές τους. Κι ας μην τις σήκωνε το κλίμα της εποχής τέτοιες ανεδαφικές ονειροφαντασίες.

Μόλις είχε τελειώσει ο εμφύλιος. Αν κι αυτός δεν τελειώνει τόσο εύκολα. Δουλειές πουθενά! Κατηφείς οι άνθρωποι μπάλωναν τα ράκη τους. Ποιος σκοτίζονταν εξόν από μένα, για ζωγραφική και τα παρόμοια; Η καθημερινή φασολάδα, αυτή ήταν η μεγάλη έγνοια. Και καλά έκαναν. Όλοι είχαν ξαναγίνει φτωχοί. Εξόν από λίγους ... φωνές θηριώδεις ήταν ακόμα στον αέρα. Φυλακές γεμάτες, κυνηγητό, χωροφυλάκοι με το «έλα δω ρε » στο στόμα. Σκοτωμένοι, χαμένοι, φευγάτοι. Όμως εγώ είχα μέσα μου, φωτιά παρηγορητική, την θεία Παραμυθία που δίνει η τέχνη. Μ' αυτήν σαν να ξεχνιόταν τ' αδειανό στομάχι. Έσχατος εγώ στην Τέχνη είχα όμως το μερτικό μου απ' τις αχτίνες του ήλιου της. Πετούσε η καρδιά μου μέσ' τη γύρω μαυρίλα.

Πήρα λοιπόν το τραίνο για την Αλεξανδρούπολη, να πάω στους δικούς μου. Γιορτές ήταν, τέτοιες μέρες (άγιες μέρες που λένε), σε κυκλώνει μια νοσταλγία.

Το βαγόνι όπου σκαρφάλωσα ήταν αδειανό. Ένας μονάχα άνθρωπος, μεσόκοπος και καλοντυμένος καθόταν κοντά στο παράθυρο και διάβαζε ένα βιβλίο.

Το τραίνο ξεκίνησε το απόγευμα. Θα ταξίδευε όλη τη νύχτα. Στην Αλεξανδρούπολη θάμαστε το πρωί.Εγώ όπου πάγαινα, χαρτιά και μολύβια δεν μου ‘ λειπαν . Όλο σχεδίαζα. Το ίδιο έκανα και τώρα.

Με είδε αυτός ο άνθρωπος και με ρώτησε: Ζωγράφος είσαι; Του είπα τα καθέκαστα με τη
Σχολή. Εμπιστευόμουν τότε εύκολα τους άλλους. Και γω είμαι ζωγράφος, είπε. Βγήκα και γω απ' τη Σχολή Καλών Τεχνών. Μα τώρα κάνω διαφημίσεις. Με κοίταζε με συγκατάβαση. Η φτώχεια δεν κρύβεται, που να την πάρει ο διάβολος.

Έχεις ξανάπε, μπροστά σου μια ζωή δυστυχίας. Η ζωγραφική δεν φέρνει ψωμί. Θα πεινάσεις στη ζωή σου. Και γω με τα ίδια όνειρα ξεκίνησα. Μα έβαλα γρήγορα μυαλό. Κάνε μιαν άλλη δουλειά να χορτάσεις ψωμί. Αλλιώς στην ψάθα θα πεθάνεις! Δεν είναι δουλειά αυτή στον τόπο μας. Α! να' σουν έξω θα' ταν διαφορετικά! Όμως εδώ, στην Ελλάδα,ζωγράφος!

Κουνούσε το κεφάλι και τα κακά προμαντέματά του, γέμιζαν το σκοτεινό βαγόνι, σαν νυχτερίδες. Είχε παγώσει το μέσα μου. Βούιζε το κεφάλι μου. Τί να'λεγα ; Αφού είχε δίκιο! Δεν το 'ξερα; Δεν είχα δει ως τώρα αναρίθμητες φορές, στα μάτια των δικών μου, την αποδοκιμασία; Όλοι δεν είπαν (εκτός από ελάχιστους) πως λάθευα, «τώρα μάλιστα που πήρες και το χαρτί του δασκάλου»! «Κι έβαλες ένα βραχιόλι στο χέρι»! Άκου βραχιόλι! Πως τ' άφηνα όλα τούτα τα σίγουρα που μου έδινε εκείνο το άχρηστο πτυχίο και έτρεξα στα Άγνωστα και στα Σκοτεινά; Το μέλλον, σκοτεινός καλικάντζαρος! Δεν τό‘βλεπα ; Εγώ δεν ήμουν που όταν πήρα εκείνο το «χαρτί» έτρεχα στις παραλίες και στις ερημιές, κι έλεγα πως δεν θα την αφήσω ποτέ την ζωγραφική, ενώ οι συνάδελφοι μου μέλλοντες ελπιδοφόροι δάσκαλοι, είχαν κιόλας κάνει τις αιτήσεις τους για διορισμό! ...

Είχε δίκιο λοιπόν αυτός που μιλούσε! Η τέχνη είναι για τους ονειροπαρμένους, έλεγε. Εγώ πέτυχα σαν διαφημιστής. Έχω γεμίσει λεφτά! Παράτα τα όνειρα της ζωγραφικής όσο είναι καιρός. Έχεις καμιά σιγουριά πως θα γίνεις μεγάλος ζωγράφος; Γιατί μόνον αυτό θα σε γλίτωνε απ' την πείνα. (Αλήθεια είχα;) Ποιο είναι το Μέλλον σου λοιπόν; Κάνε καμιά δουλειά σοβαρή κι άσε τις φαντασίες!

Μέσ' το μαύρο της Νύχτας το τραίνο έτρεχε βιαστικό . Τόποι διάβαιναν που τους έκαψε η φωτιά του πολέμου. Κι από πάνω τους βουνά με ονομασίες ηρωικές ... Πώς βλέπεις φίδι να βγαίνει από έναν βάτο, και μαγεύεσαι και κόβονται τα γόνατα σου και δεν μπορείς να φύγεις; Έτσι έβλεπα κι εγώ τούτον τον άνθρωπο με την τετράγωνη λογική. Δεν ήξερα τι να πω. Έχασα την μιλιά μου. Τα λόγια που θα' λεγα γίναν πουλιά και φύγαν . Πέταξαν τα επιχειρήματα μου, απ' το παράθυρο του βαγονιού, μέσ' τη νύχτα, την παγωμένη νύχτα που μ' είχε παγιδέψει μέσ' το βαγόνι αυτό, κι έβλεπα με τρόμο να περνάνε απ' έξω οι εικόνες της μετέπειτα ζωής μου, σκυθρωπές ιστορίες ανέχειας και δυστυχίας, καθώς τις ιστορούσαν τα βιβλία...

Μήπως ήταν ψέματα όσα έλεγε; Δεν έβλεπα τάχα, τους πρώην συμμαθητές στο Γυμνάσιο, (άσε την Ακαδημία με τους δασκάλους), που όλοι τους είχαν ταχτοποιηθεί; Όλοι κάπου «τρύπωσαν». Βολεύτηκαν. Σε μια «θεσούλα». Και τώρα που πήγαινα εκεί, δεν το' ξερα πως θα με ξαναρωτήσουν τα ίδια σκληρά ερωτήματα που τόσες φορές είχα ακούσει; Κι εγώ με ηρωική σιγουριά θα' λεγα τις ίδιες βεβαιότητες, κρύβοντας βαθιά μέσα μου τους φόβους και τις αμφιβολίες ...Κι αυτοί από ευγένεια (ή και αδιαφορία) δεν θα με κορόιδευαν, δε θα με προπηλάκιζε κανείς. Τι τους ένοιαζε άλλωστε; Είχαν αυτοί τις σίγουρες δουλειές τους. Οι δρόμοι τους ανοίγονταν, σπαρμένοι ρόδα, άνθη γαλήνης και ευτυχίας ...Το μέλλον φωτεινό τους περίμενε.

Όμως για μένα αυτό το άτιμο το Μέλλον μάζευε αγκάθια, όπως η θάλασσα φέρνει τα φύκια και τα σωριάζει στην πόρτα ενός παραλιακού καλυβιού, και την φράζει. Όνειρα φαντασίες, παλάτια, στις παρυφές του δρόμου της τέχνης γίνονται ξάφνου αγκάθια και φύκια...

Και πήγαινα τώρα λέει για τις γιορτές! Για τις άγιες μέρες που τάχα χαίρεται ο κόσμος ...Χαίρεται όποιος έχει χαρά, οι άλλοι τι κάνουν;

Έφτασα στην Αλεξανδρούπολη το πρωί. Είχα πυρετό . Όλη την νύχτα ξαγρύπνησα. Εκείνος ο διαφημιστής κατέβηκε νωρίς. Άνθρωποι ανέβαιναν και κατέβαιναν, κι εγώ δεν έβλεπα τίποτα, βουλιαγμένος όπως ήμουν στις μαύρες σκέψεις ... Φορτωμένος με τις αλυσίδες της Λογικής. Πού είχαν πάει οι θεϊκές σκιές των Μεγάλων της Τέχνης, που πάντα με συντρόφευαν; Είχαν ξαφνικά φύγει μέσ' τον αέρα. Είχαν φύγει μέσ' την νύχτα. Και κείνο το παγερό πρωινό, κανείς δεν ήταν στο Σταθμό, να μου κουνάει το χέρι ενθαρρυντικά, όπως άλλοτε.

Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια, μ' απίστευτες αλλαγές. Κάθε φορά όμως που έρχονται οι γιορτές, κι οι άνθρωποι κυκλωμένοι από τέρατα, ψάχνουν να βρουν καταφύγιο στις ειρηνικές πεδιάδες της παιδικής εποχής, όπου αντηχούν χαρμόσυνες καμπάνες, κι άνθη αγγελικά στολίζουν τα σύμπαντα, θυμάμαι με τρόμο απερίγραπτο, που δεν τον λιγόστεψε ο καιρός, εκείνη την νύχτα μέσ' το τραίνο.

Έρχεται στο νου μου η φωνή του Αρχέκακου , που όλα τα σαρκάζει γι' αυτό κι ονομάστηκε ο Μέγας Σαρκαστής, αυτός που κατασπαράζει τα όνειρα, που μαδάει τα πανευφρόσυνα ρόδα. Μέσα απ' τα γυμνά κλαδιά των δέντρων ενός παγερού σιδηροδρομικού Σταθμού, τον βλέπω ακόμα να μου γνέφει! Ποιος είχε δίκιο, δεν ρωτάω! Χαμένος θα 'βγαινα και αν ρωτούσα.

Την σκοτεινή οπτασία, να μπορούσα μονάχα, να μην βλέπω.!

1 σχόλιο:

Βασιλης τριανταφυλλιδης είπε...

ετυχε να τον γνωρισω στη τυχη... μια μερα στη λημνο οπου επεστρεφα το καλοκαιρι, στο σπιτι μου, απο το εξωτερικο λογω σπουδων.

Περιπλανιωμουν στα ιδια μονοπατια, στις ιδιες αναμνησεις. δεν ηξερα ποιος ηταν καν, διοτι στη λημνο ακομη και σημερα ο Ρ.Κοψιδης θεωρειται 'εξοριστος' λογω πεποιθησεων και αποψεων, παρα τη δωρεα εργων του στο Δημο Μυρινας.

Τον γνωρισα με μια ματια που διασταυρωθηκε επισης απο τον ιδιο. Ετυχε να τον ξαναδω, χωρις να ξερω ποιος ειναι, ομως γνωριζα οτι ητανε υπηρετης της τεχνης και του πολιτισμου.

Αργοτερα 'ξενα ατομα', μου εφεραν 'το τετραδιο του γυρισμου' οπου ταυτιστηκα απολυτα στο πνευμα και στο οραμα του. ενιωσα ενα αντιγραφο των περιπλανησεων του, ενας γειτονας που δε γνωρισα ποτε.

Ετυχε να φωτογραφησω καποια εργα του μετα απο αδεια των εκθετων.

Βρηκα το ιστολογιο σημερα, και θα ξαναεπιστρεψω να θαυμασω τα αγνωστα εργα, αυτα που εδωσε απλοχερα στον πολιτισμο, αυτα που τον συνοδευσαν στο γυρισμο του σε μια αλλη ζωη.

Καλο ταξιδι Ραλλη, τα στοιχειωμενα καστρα των αναμνησεων πνιγμενα απο τις τσουκνιδες μας ακολουθουν.