9 Φεβ 2010

Giostra 2010


Εικαστικές δημιουργίες, με αφορμή την Γκιόστρα

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Η Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία “Giostra di Zante”, η οποία, από το 2005, έχει επαναφέρει το πανάρχαιο έθιμο των ιππικών αναμετρήσεων στο τοπικό μας Καρναβάλι, δίνοντάς του έτσι ένα ξεχωριστό, καθαρά δικό του χρώμα και προτείνοντας λύσεις ποιότητας, εκτός από το καθαυτό δρώμενο, το οποίο με ιδιαίτερη επιτυχία, κάθε περίοδο της Αποκριάς, οργανώνει, προσπαθεί παράλληλα να συνεισφέρει και στην σύγχρονη δημιουργία, είτε αυτή είναι η έρευνα, είτε η λογοτεχνία, είτε η εικαστική έκφραση.

Στα πλαίσια αυτών της των επιδιώξεων, όπως σίγουρα όλοι γνωρίζετε, κάθε χρόνο κυκλοφορεί ειδικό, καλαίσθητο και καλοτυπωμένο φυλλάδιο, στις σελίδες του οποίου υπάρχουν τα πορίσματα της αναζήτησης των πιο σημαντικών πνευματικών ανθρώπων του νησιού μας, τα οποία αφορούν την ιστορική εξέλιξη της Γκιόστρας στη Ζάκυνθο, τις ιστορικές συνθήκες που την δημιούργησαν, καθώς και τις κοινωνικές της προεκτάσεις. Η έκδοση αυτή μάλιστα δεν μοιράζεται μόνο στο τοπικό κοινό και τους επισκέπτες του νησιού, αλλά αποστέλλεται και σ’ όλες τις βιβλιοθήκες της χώρας μας, καθώς και στους πνευματικούς της ανθρώπους, αποδεικνύοντας έτσι, πως το πάλαι ποτέ «Φιόρο του Λεβάντε», εκτός από την θλιβερή του επικαιρότητα, έχει και τις καλές στιγμές της συνέχισης της μακραίωνης πνευματικής του παράδοσης και παρακαταθήκης.

Επίσης η Εταιρεία θεωρεί ιδιαίτερή της επιτυχία, που μερικοί από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους ποιητές της Ζακύνθου έχουν εμπνευστεί από τα ιππικά αυτά αγωνίσματα και την όλη τους διάσταση και τα έχουν, ο καθένας με τον τρόπο του, συμπεριλάβει στα δημιουργήματά τους. Από φέτος μάλιστα, αρχίζοντας με ανέκδοτη δουλειά του π. Παναγιώτη Καποδίστρια, θ’ αρχίσει να δημοσιεύει αυτά τα ποιήματα στο φυλλάδιό της, ενώ στην ημερίδα που διοργανώνει στα τέλη της Άνοιξης, σε συνεργασία με το Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, θα υπάρχει και σχετική ανακοίνωση, που θα γνωρίζει και θα ερευνά το θέμα, από τον δραστήριο φιλόλογο Γιώργο Φιορεντίνο.

Τέλος, κάθε χρόνο, αναθέτει σ’ έναν από τους ζωγράφους του νησιού μας την κατασκευή της καλλιτεχνικής αφίσας, που, σαν ένας άλλος κήρυκας, αναγγέλλει την εκδήλωση, σ’ έναν από τους αξιόλογους ζωγράφους του νησιού. Με τον τρόπο αυτό γνωρίζουμε το πώς ο κάθε εικαστικός καλλιτέχνης, μέσα από την ξεχωριστή, δική του ματιά, αντιμετωπίζει το θέμα και το πώς το χθες αναγεννάται στο σήμερα, με νέες εκφραστικές φόρμες, καινούργιες τεχνικές και σημερινές αντιλήψεις. Γιατί μια αναβίωση και μόνο δεν αρκεί. Απαιτείται πάντα και η προσαρμογή της στην πραγματικότητα των ημερών μας. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η συνέχεια και αποδεικνύεται η απαραίτητη επιστροφή στην δική μας, ξεχωριστή ταυτότητα.

Η φετινή αφίσα είναι έργο του ταλαντούχου και πολλά υποσχόμενου ζωγράφου και αγιογράφου Χαράλαμπου Πυλαρινού, ο οποίος με την γνωστή σε όλους μας, μετά τις επιτυχημένες και στην Ζάκυνθο εκθέσεις του, τεχνική του, με την οποία προσπαθεί να αξιοποιήσει τις διδαχές της παράδοσης και να τις προσαρμόσει στις σύγχρονες απαιτήσεις, δίνει την δική του εκδοχή για την Γκιόστρα της Ζακύνθου και έχει καταφέρει να της αποδώσει την προσωπική της, ξεχωριστή ταυτότητα.

Κυριαρχική μορφή στο έργο του, με τα παρήγορα φωτεινά του χρώματα, όπως αρμόζει στην περίπτωση, ο νικητής ιππότης, ο οποίος στην ουσία είναι και ο πρωταγωνιστής της όλης εκδήλωσης. Επάνω στο μεγαλόπρεπο άλογό του, κρατά το ακόντιο με τον κρίκο της νίκης του και το επιδεικνύει πανηγυρικά χαρούμενος στο πλήθος, που τον επευφημεί και τον θαυμάζει. Πισωκάπουλα κάθεται στο άτι του η εκλεκτή της καρδιάς του, για την οποία αγωνίστηκε και για χάρη της προσπάθησε να είναι ο πρώτος. Με τον τρόπο αυτό ο καλλιτέχνης δίνει την όλη διάσταση της ζακυνθινής Γκιόστρας, η οποία δεν ήταν μόνο επίδειξη ικανότητας και ανδρείας, αλλά συγχρόνως αποτελούσε και ένα μέσο ερωτικής έκφρασης και έναν τρόπο ουσιαστικής επαφής και επικοινωνίας των δύο φύλων, σε μια εποχή μάλιστα, που οι τζελουτζίες, που μόνο την ημέρα της Γκιόστρας αφαιριόντουσαν, κρατούσαν ακόμα φυλακισμένες στα σπίτια τους όλες τις γυναίκες και ο εκκλησιασμός τους, ακόμα και στις φαμιλιακές εκκλησίες, γινόταν στο γυναιτίκι. Το άλογο φέρει όλη του την ιπποσκευή - όπως όλοι οι στρατιωτικοί Άγιοι -και είναι ντυμένο με μια κατακόκκινη κουβέρτα, όμοια με την στολή του καβαλάρη του. Η νεανικότητα και των δύο προσώπων που το ιππεύουν δίνει υπόσχεση αναγέννησης και παρέχει ελπίδα σιγουριάς. Γιατί η Γκιόστρα πάνω απ’ όλα είναι επίδειξη εφηβικής ικανότητας και για το λόγο αυτό, πολύ πιθανόν, γιορτάζονταν πάντα την περίοδο του Καρναβαλιού, με την απαρχή της καλοκαιριάς και της Άνοιξης. Γι’ αυτό και τα τόσα ιπποτικά μυθιστορήματα, οι σχετικές κινηματογραφικές ταινίες και η ταύτιση του ιππότη με τον εραστή, ακόμα και στην εκφραστική καθημερινότητα όλων των λαών.

Το κοινό που παρακολουθεί τα τεκταινόμενα είναι οι καθαρά ζακυνθινοί πολίτες, όπως τους γνωρίσαμε πριν την πρόσφατη αλλοίωσή τους και την ισοπέδωσή τους από τον τουρισμό, την τηλεόραση και την καθημερινή τους επαφή με την απέναντι στεριά, με την οποία επιπόλαια κάποιοι επιδιώκουν, για την επιφανειακή τους ευκολία, να ενωθούμε, σαν Περιφέρεια. Κρατούν κάτι από την επαφή τους με την μακρινή Δύση, διατηρούν συγχρόνως την ανόθευτη και αμιγή ελληνικότητά τους και μπορούν, χωρίς καμιά δυσκολία ν’ αναγνωριστούν και να διατρανώσουν την ταυτότητά τους. Συνυπάρχουν όλες οι κοινωνικές τάξεις της κάποτε «Φλλωρεντίας της Ανατολής», οι Μεσαμερίτες και οι Οξωμερίτες, οι Χωραΐτες και οι Χωρικοί, οι λαϊκοί και οι κληρικοί. Χαρακτηριστικές φιγούρες: η γυναίκα με το γαλάζιο κρινολίνο, η γιαγιά με το μαγκούρι της, μια μεσόκοπη με το τσεμπέρι της, τα παιδιά με τις σημαίες τους, υποστηριχτές και οπαδοί του νικητή, οι αντρικές μορφές με τα καπέλα της τάξης τους, ένας στοργικά κοιτάζων την γυναίκα ή καλή του και ο κληρικός, που συμμετέχει στα τεκταινόμενα, όπως πάντα συνέβαινε στην παλιότερη και νεότερη ιστορία του Τζάντε, που ακόμα και ο Δεσπότης πήγαινε στους επίσημους χορούς, τους οποίους διοργάνωναν οι δύο Λέσχες, την περίοδο του Καρναβαλιού και καλλιεργημένοι ρασοφόροι έγραφαν και διοργάνωναν «Ομιλίες».

Η όλη σκηνή διεξάγεται μπροστά από το νεότερο Μουσείο του νησιού μας. Η επιλογή, βέβαια, δεν είναι καθόλου τυχαία. Και δεν είναι μόνο που εκεί άρχισε δειλά - δειλά, για να εξελιχτεί σε μεγάλο γεγονός, η αναπαράσταση της ζακυνθινής Γκιόστρας, στα πρώτα, μετασεισμικά, βήματά της, το Καρναβάλι του 2005. Η παρουσία του κτιρίου αυτού, στο εικαστικό έργο του Χαράλαμπου Πυλαρινού, αλλά και στην σημερινή πραγματικότητα, δείχνει την ιερότητα του χώρου, την ανάγκη για την γνώση της ιστορίας, καθώς και το απαραίτητο της συνέχισης, προσαρμοσμένο, βέβαια στο σήμερα και τις απαιτήσεις του. Στο Μουσείο αυτό έχουν διαφυλαχτεί, σαν κόρη οφθαλμού, όλες αυτές οι εικαστικές προσευχές και εκφράσεις, που πριν την ισοπεδωτική καταστροφή του 1953, στόλιζαν τις εκκλησίες του νησιού μας και έκαναν περήφανους τους πιστούς τους. Είναι το αντίβαρο μιας απρόσωπης και δίχως σκοπό επιτοίχιας ύβρεως και μιας αβασάνιστης και στο πόδι ευκαιριακής πανσπερμίας, που διαμορφώνει άλλες αναζητήσεις και απομακρύνει από την αισθητική καλλιέργεια.

Πάνω στην ταράτσα του Μουσείου, σαν άλλος «Βιολιστής στην στέγη», για να υπάρχουν καλλιτεχνικές συγγένειες και δεσμοί με την σημερινή δημιουργική έκφραση και τις καλές στιγμές της, ένας σαλπιγκτής συμμετέχει στα επινίκια και διαλαλεί την χαρά της γιορτής, της νίκης και του έρωτα. Διόλου τυχαία είναι στραμμένος προς την Μπόχαλη - το «Προάστιο του Μπόχαλη», είναι η πιο σωστή ονομασία - όπου διακρίνεται η εκκλησία της κάποτε Κυράς του Κάστρου, της Παναγίας της Χρυσοπηγής, με την θαυμάσια εικόνα και το εαρινά αναστάσιμο, λαοφιλές - και πάλι κάποτε - πανηγύρι της. Κάπου προς τα εκεί, ο αμετανόητος θεατής και ουσιαστικός κοινωνός του έργου, μπορεί να φανταστεί τον γειτονικό Αρίγκο, όπου σ’ αυτόν βρισκόταν το παλιό στάδιο της αρχαιοελληνικής Ζακύνθου και είναι και η απαρχή της τζαντιώτικης Γκιόστρας. Με τον τρόπο αυτό η συνέχεια υπάρχει διακριτικά και η αναβίωση στηρίζεται σε στέρεες βάσεις.

Δεν είναι τυχαίο, επίσης, που το όλο στήσιμο του έργου του Χαράλαμπου Πυλαρινού συγγενεύει με «Ομιλία», ιδίως με την τοποθέτηση των θεατών και που η όλη εικόνα θυμίζει «ξεφάντωσι των φίλων» και κάποιο σχετικό έργο του πολυτάλαντου Κ. Πορφύρη. Είναι το πέρασμα της Γκιόστρας στο λαϊκό θέατρο του νησιού και η σύνοψη των τριών ταξικών σταδίων που ακολούθησε.

Τέλος το φεγγάρι, που ρομαντικά συνυπάρχει στο δημιούργημα, δείχνει την ευαισθησία των ζακυνθίων, «άνθος παρθένων», όπως τους θέλει ο Ανδρέας Κάλβος και θυμίζει βραδιές αξέχαστες και μοναδικές, με καντάδες και καλλίφωνες προσευχές.

Το έργο αυτό είναι αναμφίβολα η κατεξοχήν απεικόνιση της ζακυνθινής Γκιόστρας. Την προβάλει, την τονίζει και την διαιωνίζει. Καυχιέται για την ύπαρξή της και την ιστορία της, χωρίς να την μακιγιάρει επίφοβα ή να την εξωραΐζει. Και αυτό αποτελεί κατόρθωμα και επιτυχία του ζωγράφου.

2 σχόλια:

vertzak είπε...

ΟΤΑΝ ΠΡΟΣΦΕΡΘΗΚΑ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΑ ΑΝΕΛΑΒΑ ΤΗΝ ΑΦΙΣΣΟΚΟΛΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΦΕΤΙΝΗ ΓΚΙΟΣΤΡΑ, Ο ΔΙΟΝ. ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ ΞΕΡΟΝΤΑΣ ΠΩΣ ΕΤΣΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΜΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΗ ΔΙΑΘΕΣΗ, ΜΟΥ ΕΙΠΕ ΠΩΣ Η ΑΦΙΣΣΑ ΑΥΤΗ ΤΗ ΧΡΟΝΙΑ ΕΧΕΙ ΝΑ ΚΑΜΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΛΥΠΙΟ... ΧΑΡΑΛΑΜΠΕ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!

Χαρά Θ. είπε...

Μπάμπη μου,έστω και με αρκετή καθυστέρηση να σου ευχηθώ "Χρόνια Πολλά και δημιουργικά,να αντλείς πάντα συγκινήσεις και χαρές απο τη δουλειά σου,τα παιδιά σου,την προσφορά σου".
Συγχαρητήρια απο καρδιάς για την Αφίσα που φιλοτέχνησες, ρομαντική & "καλλίγραμη",στιβαρή (απο χρωματισμούς),αισιόδοξη οτι αυτό που ξεκίνησε πριν λίγα χρόνια ως αναβίωση ενός ξεχασμένου εθίμου,θα συνεχιστεί και μετά απο μας.
Και πάλι ΜΠΡΑΒΟ!!!