9 Νοε 2008

Έχεις κατάθλιψη; Δεν είσαι ευχαριστημένος από τη ζωή που ζεις; Έχω τη λύση.

Κάνε μια βόλτα στον Ευαγγελισμό Σάββατο βράδυ όταν εφημερεύει και θα δεις πως θα 'ρθεις στα ίσια σου. Δε φαντάζεστε λοιπόν τι έζησα πηγαίνοντας το φίλο μου και περιμένοντας τρεισήμισι ώρες για να του βγάλουν μια ακτινογραφία. Αλλά αυτό που θα 'θελα να φωτογραφίσω και να σας το δείξω, αλλά ντρεπόμουνα, ήταν όλα αυτά τα κοριτσάκια που είχαν βγει για Σαββατόβραδο και περιφέρονταν εκεί ημίγυμνα και πολύ trendy. Ήταν αυτό που λέγανε οι αρχαίοι Έλληνες grotesque.
Για να μην αρχίσετε τα γνωστά για την Ελλάδα και το σύστημα υγείας, που θα έχετε και δίκιο βέβαια, θα ήθελα να σας πω μια ιστορία.
Στη Νέα Υόρκη μια κυρία πήγε σε ένα Δημόσιο Νοσοκομείο και περίμενε να την εξετάσουν 12 ώρες. Όταν ήρθε η ώρα να την εξετάσουν ήταν νεκρή. Δεν έγινε καμιά φασαρία, καμιά εφημερίδα δεν έγραψε μια λέξη όπως νομίζω οτι θα συνέβαινε στην Ελλάδα. Μόνο το Δ.Σ. του Νοσοκομείου αποφάσισε ότι … κανείς δεν πρέπει να περιμένει περισσότερο από δέκα ώρες.
Και κάτι ακόμα. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα της ποδοπάτησης κάθε ανθρώπινης αξιοπρέπειας στον Ευαγγελισμό υπήρχε κάτι που πάλι δεν πρόκειται να το συναντήσεις στις Βρυξέλες (ακόμα και αν είσαι βέρος Βρυξελιώτης).Όλοι οι ασθενείς είχαν κάποιον στο πλάι τους σε υστερία συνήθως, αλλά κάποιον και εγώ αυτό το βρίσκω πολύ σπουδαίο.

2 σχόλια:

Alkmini είπε...

καλησπερα κε Πυλαρινε
σας βρηκα απο το blog του πατερ Παναγιωτη Καποδιστρια και εντυπωσιαστηκα απο τα εργα σας.
τα αποθηκευσα ολα και αλλα τοσα να ηταν παλι θα ηταν λιγα.
μου αρεσει αυτη η παιδικοτητα και αθωοτητα που διακρινει τους πινακες σας. τα ομορφα χρωματα και η φατσουλα του ηλιου.
καλο βραδυ.
οσο για την κατασταση στα νοσοκομεια... επιεικως απαραδεκτη...

Ανώνυμος είπε...

φίλε, για άλλη μια φορά ευχαριστώ που με συνόδευσες εκείνο το βράδυ (που έφυγες απ' τη γιορτή τρέχοντας, αφού η γυναίκα μου είχε το κινητό κλειστό). Και τι δεν είδαμε μαζί, ε; Τη νύφη που έτρεχε από ιατρείο σε ιατρείο, εντυπωσιακά ψύχραιμη, σέρνοντας πίσω της όλα της τα πέπλα (γιατί έπαθε έμφραγμα ο γαμπρός απ' το πολύ φαγητό), την 20χρονη που μπήκε κουνιστή λυγιστή με ένα τραύμα τεράστιο στο μηρό, φορώντας ένα μίνι μέχρι τον αφαλό κι ένα μπούστο που έκρυβε μόνο τις ρώγες, κι όταν την περιποιούνταν οι δυο μαθητευόμενοι χασκογελούσε διηγούμενη πώς σωριάστηκε η μηχανή που οδηγούσε ο φίλος της, ενώ η νοσοκόμα φώναζε: ¨κλείστε καμιά κουρτίνα, ο παππούς θα μας μείνει¨, γιατί ο παππούς απ' το απέναντι κρεβάτι είχε ανασηκωθεί για να θαυμάσει το λευκό της εσώρουχο και τα ακόμα πιο λευκά στήθη της που ήταν κι αυτά φόρα παρτίδα έξω, προς ¨παρηγοριά κάθε ασθενούς¨ όπως σχολίασε η γυναίκα μου, γιατί εν τω μεταξύ είχε δει τις κλήσεις και είχε έρθει. Και τι δεν είδαμε... τους νεαρούς μετανάστες με τα παραμορφωμένα από τα μπουνίδια πρόσωπα, τις γιαγιές που όλες είχαν κατάγματα από πεσίματα σε σκάλες και όλους εκείνους τους μηχανόβιους που είχαν αφήσει το κάτι τι τους στην άσφαλτο, τον ράστα ακτινολόγο που μου δήλωσε με τρυφερότητα ότι ευτυχώς που χτύπησα στον αριστερό ώμο γιατί με το δεξί είχε κάποιο ιδεολογικό πρόβλημα, τον νοσοκόμο και τους άλλους που με έπιασαν την τελευταία στιγμή όταν λιποθύμησα από τον πόνο μπροστά στην πόρτα του ακτινολογικού, την κυρία που βοηθούσε τη γυναίκα μου να οδηγήσει το φορείο (όταν πια είχες φύγει), τον παππού με το ματωμένο κεφάλι που δεν ήξερε πού βρισκόταν (ολομόναχος) και προσπαθούσε να σηκωθεί και να φύγει, τους συγγενείς που διαμαρτύρονταν γιατί δεν έπαιρναν πρώτα τους δικούς τους ασθενείς, τον πιτσιρικά με το σπασμένο πόδι που ευχόταν με ευθυμία σε όλους περαστικά, τον τραυματιοφορέα του ασθενοφόρου που έλεγε σε όποιον συναντούσε έναν γλυκό παρηγορητικό λόγο, που προπάντων με μάζεψε απ' την άσφαλτο ενώ είχε άλλον μέσα κι ύστερα στο νοσοκομείο τα άκουσε κιόλας από την υπεύθυνη στην υποδοχή επειδή μετέφερε ταυτόχρονα δύο ¨περιστατικά¨. Αυτός: ¨Τι να τον έκανα; Δίπλα στη ρόδα μου έπεσε. Να τον άφηνα κάτω; Αφού ο άλλος ήταν στην καρέκλα, το φορείο ήταν ελεύθερο¨. ¨Να μην ξανασυμβεί¨, η άλλη. Όντως με σήκωσαν μέσα σε ένα λεπτό μετά την πτώση μου, Σάββατο βράδυ, που αν περίμενα ασθενοφόρο θα ερχόταν μετά από δύο ώρες. Και μέσα εκεί έκανε μια μίνι συμβουλευτική ψυχοθεραπεία στον άλλο που μετέφερε (ο οποίος έπαιρνε τηλέφωνα κι φώναζε: την πουτάνα, δεν της ξαναμιλάω, την ξέγραψα, να της πείτε) και που είχε κάνει μόλις μια ψευτοαπόπειρα αυτοκτονίας για να τρομάξει την ¨πουτάνα¨ αφού δεν κατάφερε ποτέ να τραβήξει την προσοχή της μαμάς και του μπαμπά του. Κι ο τραυματιοφορέας να του λέει μειλίχια: ¨Σςςς, μας ακούει ο άνθρωπος (δηλ. εγώ), τώρα τον εαυτό σου να κοιτάξεις, ξέχασέ την αυτή. Ησύχασε, τον εαυτό σου τώρα. Σςςς¨
Και τι θαύμα δεν είδαμε εκείνο το βράδυ... Σ' ευχαριστώ και πάλι, φίλε μου.

α, να μην ξεχάσω να ευχαριστήσω κι όλους όσους μαζεύτηκαν από πάνω μου όταν βρέθηκα ξάπλα στο δρόμο, εκείνον που μου κλείδωσε το δίκυκλο για να μη μου το κλέψουν, και τη γλυκύτατη νεαρή γιατρό που έσκυψε από πάνω μου και με χάιδεψε απαλά, φωνάζοντας στους άλλους: μην τον μετακινείτε, μην του βγάζετε το κράνος. Ωστόσο δεν μπόρεσε να αποτρέψει να μετακινηθούν τη στιγμή εκείνη τα σπλάχνα μου όλα από τη συγκίνηση και την ευγνωμοσύνη για το ακριβό της χάδι.

Π.